προ-αν-έχω

προ-αν-έχω

προ-αν-έχω (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • προευμοιρώ — έω, Μ απολαμβάνω προηγουμένως κάτι, έχω την καλή τύχη να προαπολαύσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκατοίχομαι — Α πεθαίνω πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοίχομαι «έχω φύγει, έχω πεθάνει»] …   Dictionary of Greek

  • προωδίνω — ΜΑ 1. κυοφορώ από πριν 2. (κυρίως μτφ.) προετοιμάζω τη διατύπωση μιας ιδέας που έχω ήδη συλλάβει στον νου («προωδίνειν τὴν κοσμικὴν ἰδέαν», Δαμάσκ. Αρχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὠδίνω «έχω ωδίνες τοκετού, εγκυμονώ σκέψεις, ιδέες»] …   Dictionary of Greek

  • προανακλίνω — Α ωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»] …   Dictionary of Greek

  • προαποκερδαίνω — Α κερδίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποκερδαίνω «έχω κέρδος»] …   Dictionary of Greek

  • προαποστύφω — Α επιθέτω προηγουμένως κάτι στυπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποστύφω «έχω την ιδιότητα, δημιουργώ το αίσθημα τού στυφού»] …   Dictionary of Greek

  • προκατελπίζω — Α ελπίζω εξ ολοκλήρου εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατελπίζω «έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκενεαγγώ — άω, Α κενώνω εκ τών προτέρων τα πεπτικά αγγεία, νηστεύω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κενεαγγῶ «έχω τα αγγεία του σώματος κενά, νηστεύω, πεινώ»] …   Dictionary of Greek

  • προξενούμαι — όομαι, Α με φιλοξενούν, με δέχονται ως φιλοξενούμενο προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ξενοῦμαι «έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”