- κατα-κυβεύω
κατα-κυβεύω, im Würfelspiel verlieren, durchbringen; τὰ ὄντα Lys. 14, 27; Aesch. 1, 95; Sp., wie D. Cass. 45, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κυβεύω, im Würfelspiel verlieren, durchbringen; τὰ ὄντα Lys. 14, 27; Aesch. 1, 95; Sp., wie D. Cass. 45, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek