κατα-κυπτάζω

κατα-κυπτάζω

κατα-κυπτάζω, = Folgdm, mit verstärkter Bdtg, Sophron. beim Schol. Ar. Ach. 262.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυπτάζω — (AM κυπτάζω) σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.) αρχ. 1. μαζεύομαι, ζαρώνω 2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, κατά τα ρ.… …   Dictionary of Greek

  • οδακτάζω — ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε τίζω (πρβλ. λακ τίζω) βλ. και λ. οδάξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”