- κατ-αισχρεύομαι
κατ-αισχρεύομαι, Schändliches sprechen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αισχρεύομαι, Schändliches sprechen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταισχρεύομαι — (Μ) λέγω ή πράττω αισχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αισχρεύομαι (< αισχρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek