- κατα-κράτησις
κατα-κράτησις, ἡ, das Ueberwältigen, Poll. 9, 142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κράτησις, ἡ, das Ueberwältigen, Poll. 9, 142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek