- κατα-κροταλίζω
κατα-κροταλίζω, durchlärmen, klatschen, Callim. Dian. 247 πόδεσσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κροταλίζω, durchlärmen, klatschen, Callim. Dian. 247 πόδεσσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεκροτάλιζον — κατά κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd pl κατά κροταλίζω use rattles imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
κογχαλίζω — (Α) (για τα κοχύλια) μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη, κατά το κροταλίζω] … Dictionary of Greek