κατα-κραδαίνω

κατα-κραδαίνω

κατα-κραδαίνω, erschüttern, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • κραδεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κραδαίνω κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • επιπάλλω — ἐπιπάλλω (Α) [πάλλω] 1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν ἐκλήρωσεν» …   Dictionary of Greek

  • κραδασμός — ο (AM κραδασμός) [κραδαίνω] δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῑς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.) νεοελλ. 1. η παλμική κίνηση τού σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή… …   Dictionary of Greek

  • πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”