κατα-κρύβδην

κατα-κρύβδην

κατα-κρύβδην, heimlich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ORATOR — pro Legato, apud Iurisconsultos in l. Iul. ff. de vi publ. Accursius Doctores Artium intelligit, qui a Graecis Rhetores vocantur, Ioh. Calvin. Lexic. Iurid. Apud Salvian. Ep. 8. Orator est, qui Deum orat seu precatur. Sic Ioh. de Garlandia in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • κρυβάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀποκρύπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ (άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό σύμφωνο β αναλογικά προς τον τ. κρύβδην*) + άζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυβήτης — κρυβήτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ήτης (πρβλ. λιμν ήτης, σκαπαν ήτης)] …   Dictionary of Greek

  • κρύβες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό β αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*] …   Dictionary of Greek

  • κρύβηλος — κρύβηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος, κορύμβ ηλος)] …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”