κατα-βύω

κατα-βύω

κατα-βύω, zustopfen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβύοντας — καταβύ̱οντας , κατά βύω stuff pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβύουσα — καταβύ̱ουσα , κατά βύω stuff pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταβύεται — ἐγκαταβύ̱εται , ἐν , κατά βύω stuff pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατεβύοντο — ἐγκατεβύ̱οντο , ἐν , κατά βύω stuff imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • περιβύω — Α 1. στουπώνω κάτι ολόγυρα 2. χώνω κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο 3. (κατά τον Ησύχ.) «περιβεβυσμένος περιπεφραγμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”