- πρημνάς
πρημνάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Plat. com. bei Ath. VII, 328 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημνάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Plat. com. bei Ath. VII, 328 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] … Dictionary of Greek
πρημνάδας — πρημνάς tunny fish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρημνάδων — πρημνάς tunny fish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήμη — και πρήμνη, ἡ, Α (κατά τον Φώτ. και κατά τον Ησύχ.) πρημνάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρημνάς] … Dictionary of Greek
πριμαδία — ἡ, Α είδος θύννου, πρημνάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρημνάς] … Dictionary of Greek
πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… … Dictionary of Greek
πριμάς — (I) άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. πρημνάς. (II) ὁ, Α ο πρωτεύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primas, ātis «πρωτεύων»] … Dictionary of Greek