- κατα-μωραίνω
κατα-μωραίνω, durch Thorheit, Leidenschaft verbringen, Antiphan. bei Stob. Floril. 116, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μωραίνω, durch Thorheit, Leidenschaft verbringen, Antiphan. bei Stob. Floril. 116, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμωρᾶναι — κατά μωραίνω to be silly aor inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμωράναι — καταμωρά̱ναῑ , κατά μωραίνω to be silly aor opt act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμώρανεν — κατεμώρᾱνεν , κατά μωραίνω to be silly aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» … Dictionary of Greek