- κατα-μυκτηρίζω
κατα-μυκτηρίζω, die Nase über Einen rümpfen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μυκτηρίζω, die Nase über Einen rümpfen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… … Dictionary of Greek
κατεμυκτήρισεν — κατά μυκτηρίζω turn up the nose aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek
μουκτηριά — μουκτηριᾷ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκαρδαμύττει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μυκτηρίζω] … Dictionary of Greek
ρυγχάζω — Α [ῥύγχος] (κατά τον Ησύχ.) «μυκτηρίζω» … Dictionary of Greek