- κατα-μυσάττομαι
κατα-μυσάττομαι, verabscheuen, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μυσάττομαι, verabscheuen, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμυσαττόμεθα — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres ind mp 1st pl (attic) καταμυσασσόμεθα , κατά μυσάττομαι feel disgust at imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσαττόμενοι — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσαττόμενος — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσάττεσθαι — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσάττεται — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσάττοιτο — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres opt mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυσάττονται — κατά μυσάττομαι feel disgust at pres ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμυσάττετο — κατά μυσάττομαι feel disgust at imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαχρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυσαρόν, μυσαχθές». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. ἐ μυ σάχ θην) + κατάλ. ρός, ρόν (πρβλ. βδελύττομαι: βδελυχρός)] … Dictionary of Greek