- κατα-βρέμω
κατα-βρέμω, an-, umrauschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βρέμω, an-, umrauschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειβρεμέτης — ὀρειβρεμέτης, ὁ (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀριβρεμέτης) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ βροντῶν, κροτῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὁ ἠχῶν διὰ τῶν ὀρέων» αυτός που βροντά στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. όρος [II]) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] … Dictionary of Greek