- κατ-ιλλαίνω
κατ-ιλλαίνω, höhnisch von der Seite ansehen, anblinzeln, VLL,; Hesych. erkl. κατιλλάνϑη, κατεμυκτήρισεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ιλλαίνω, höhnisch von der Seite ansehen, anblinzeln, VLL,; Hesych. erkl. κατιλλάνϑη, κατεμυκτήρισεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατιλλαίνω — (Μ) 1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη κατεμυκτηρίσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek