- κατ-ελκύω
κατ-ελκύω, ion. = καϑελκύω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ελκύω, ion. = καϑελκύω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] … Dictionary of Greek
καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] … Dictionary of Greek