- κατ-εμέω
κατ-εμέω (s. ἐμέω), anspeien, τινός, Ar. frg. 207; Luc. sat. 38; Ael. H. A. 4, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εμέω (s. ἐμέω), anspeien, τινός, Ar. frg. 207; Luc. sat. 38; Ael. H. A. 4, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιημεκτώ — έω, Α δυσφορώ, αγανακτώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμίζει ως προς τη σημ. του το ἀγανακτῶ και ως προς τη μορφή του το πλεονεκτῶ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ρ. *περι εμέω (< περι με επιτατική σημ. + ἐμέω «κάνω εμετό») … Dictionary of Greek