- κατ-εμ-βάλλω
κατ-εμ-βάλλω (s. βάλλω), hineinwerfen, Aesop., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εμ-βάλλω (s. βάλλω), hineinwerfen, Aesop., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
βαλτός — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
κατάβολος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 36 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Παντοκράτορας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. * * * ο (Α κατάβολος)… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… … Dictionary of Greek