- κατ-ενιαύσιος
κατ-ενιαύσιος, ὁ (alljährlich), eine Obrigkeit zu Gela in Sicilien, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ενιαύσιος, ὁ (alljährlich), eine Obrigkeit zu Gela in Sicilien, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
CREON — I. CREON Thebanorum Rex, Menotii fil. et Iocastae frater, qui Laiô, ab Oedipo filio occisô, regni administrationem arripuit. Verum cum Sphinx, Typhonis et Echidnae filia, Thebanum agrum crudelissime vastaret, neque aliud tantae calamitatis… … Hofmann J. Lexicon universale
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
κατενιαύσιος — κατενιαύσιος, ὁ επιγρ. 1. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο 2. τίτλος ετήσιας αρχής, ετήσιου δημόσιου λειτουργήματος στη Γέλα τής Σικελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐνιαύσιος «αυτός που γίνεται μια φορά τον χρόνο»] … Dictionary of Greek