- κατ-ειλίσσω
κατ-ειλίσσω, ion. = καϑ-ελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ειλίσσω, ion. = καϑ-ελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.