- κατ-ικμαίνω
κατ-ικμαίνω, benetzen, befeuchten, erweichen, νοσοῦντας ῥοαῖς Lycophr. 1053; pass., Nonn. D. 11, 508.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ικμαίνω, benetzen, befeuchten, erweichen, νοσοῦντας ῥοαῖς Lycophr. 1053; pass., Nonn. D. 11, 508.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek