προ-μαλακύνω, = προμαλάσσω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προμαλακύνω — Α προμαλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακύνω «μαλακώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek