- κατ-ικετεύω
κατ-ικετεύω, ion. = καϑικετεύω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ικετεύω, ion. = καϑικετεύω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθικετεύω — (AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω) (ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ. β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν,… … Dictionary of Greek
καταλιτανεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού λιτανεύω) εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιτανεύω «ικετεύω» (< λιτανός «ικέτης» < λίσσομαι «ικετεύω»)] … Dictionary of Greek
καταποτνιώμαι — καταποτνιώμαι, άομαι (Μ) επικαλούμαι, ικετεύω, εκλιπαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτνιῶμαι «ικετεύω, εκλιπαρώ»] … Dictionary of Greek
προσλιπαρώ — προσλιπαρῶ, έω, ΝΑ 1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα 2. (κατ επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω αρχ. 1. διαμένω κάπου 2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως 3. επιμένω να κάνω κάτι 4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιπαρῶ «επιμένω,… … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
καταδυσωπώ — καταδυσωπῶ, έω (AM) με θερμά παρακάλια καταφέρνω κάποιον να αλλάξει γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δυσωπῶ «ικετεύω, εκλιπαρώ»] … Dictionary of Greek
καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
καταντιβολώ — καταντιβολῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιβολῶ «συναντώ ως ικέτης»] … Dictionary of Greek