- κατ-εκ-τελέω
κατ-εκ-τελέω (s. τελέω), ganz vollenden, Epigr. in Welck. syll. 9, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εκ-τελέω (s. τελέω), ganz vollenden, Epigr. in Welck. syll. 9, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek