- κατ-ειρύω
κατ-ειρύω, ion. = κατερύω, Her. 8, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ειρύω, ion. = κατερύω, Her. 8, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek