- προ-δοκή
προ-δοκή, ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δοκή, ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδοκή — ἡ, Α 1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»] … Dictionary of Greek