κατ-ιτήριος

κατ-ιτήριος

κατ-ιτήριος, die Rückkehr betreffend, τὰ κατιτήρια, sc. ἱερά, Opfer für glückliche Heimkehr, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατιτήριος — κατιτήριος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο («τὰ κατιτήρια» [ενν. «ιερά»] θυσίες για την κάθοδο). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιτήριος (< εἶμι), πρβλ. εισ ιτήριος, εξ ιτήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”