- κατ-ερῡκάνω
κατ-ερῡκάνω, = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερῡκάνω, = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek