- κατ-ερητύω
κατ-ερητύω, fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; ϑυμόν Orph. Arg. 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερητύω, fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; ϑυμόν Orph. Arg. 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατερητύω — (Α) κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek