κατ-ερείκω

κατ-ερείκω

κατ-ερείκω (s. ἐρείκω), zerbrechen, zerschroten, auf der Mühle, VLL. καταϑραύω; so κάχρυς κατηρειγμέναι Demo bei Harpocr. v. προκώνια; – komisch μύλη ἥτις δυνατὴ τὸν ἐμὸν ϑυμὸν κατερεῖξαι, den Zorn zermalmen, Ar. Vesp. 647. – Med. sich Kleider, Schleier u. dgl. zerreißen, gew. Zeichen der Trauer; ἁπαλαῖς χερσὶ καλύπτρας Aesch. Pers. 530; vgl. Her. 3, 66; poet. bei Hephaest. p. 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”