- κατ-επ-άλμενος
κατ-επ-άλμενος, part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-επ-άλμενος, part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… … Dictionary of Greek