κατ-επ-αμύνω

κατ-επ-αμύνω

κατ-επ-αμύνω, abwehren, τινά, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταμύνω — (Α) αποκρούω 2. μέσ. καταμύνομαι εκδικούμαι κάποιον αμυνόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύνω] …   Dictionary of Greek

  • αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • κατεπαμύνω — (Α) επιτ. τ. τού επαμύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αμύνω «βοηθώ, υπερασπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”