- κατ-επι-θλίβω
κατ-επι-θλίβω, zusammendrücken, -pressen, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-επι-θλίβω, zusammendrücken, -pressen, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεπιθλίβω — (Μ) πιέζω κάτι από πάνω, πατώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι θλίβω «πιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek