κατα-ψελλίζω

κατα-ψελλίζω

κατα-ψελλίζω, = simplex, Philostr., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατεψελλισμένων — κατά ψελλίζω falter in speech perf part mp fem gen pl κατά ψελλίζω falter in speech perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • μιμιχμός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ἵππου φωνή». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei) ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”