- κατα-χέζω
κατα-χέζω (χέζω), bekacken, τινός, Ar. Nubb. 173; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-χέζω (χέζω), bekacken, τινός, Ar. Nubb. 173; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυόχοδος — μυόχοδος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο αρχ. 1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον οὐδενὸς ἄξιον» 2. φρ. «μυόχοδος γέρων» λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» +… … Dictionary of Greek
πολύχεσος — ον, Α αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χέζω + επίθημα σος, κατά το κόμπα σος] … Dictionary of Greek
χοδέαντες — Α (κατά τον Σωφρ.) «χοδιτεύοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ της ρίζας τού ρ. χέζω* + κατάλ. ας, αντος] … Dictionary of Greek
χοδιτεύω — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοδιτεύειν ἀποπατεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ της ρίζας τού ρ. χέζω* και εμφανίζει ρηματ. κατάλ. ιτ εύω (< ουσ. σε ίτης, πρβλ. μεσ ιτ εύω)] … Dictionary of Greek
χόδανος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ τής ρίζας τού ρ. χέζω*, με επίθημα ανος (πρβλ. στέφ ανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa hadana «κόπρος,… … Dictionary of Greek
κατεκχέσασαν — κατεκχέσᾱσαν , κατά , ἐκ χέζω ease oneself aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)