- κατα-χορδεύω
κατα-χορδεύω, zerschneiden, zerhacken, eigtl. zu Wurstfleisch hacken, von χορδαί, die Därme; τὴν γαστέρα Her. 6, 75, u. danach Sp., wie Longin. de sublim. 31, 2. S. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-χορδεύω, zerschneiden, zerhacken, eigtl. zu Wurstfleisch hacken, von χορδαί, die Därme; τὴν γαστέρα Her. 6, 75, u. danach Sp., wie Longin. de sublim. 31, 2. S. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek