- κατα-χρηστικός
κατα-χρηστικός, ή, όν, in uneigentlicher Bedeutung gebraucht, uneigentlich, oft bei Rhett. u. Gramm.; auch im adv.; καταχρηστικώτερον Schol. Pind. P. 4, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-χρηστικός, ή, όν, in uneigentlicher Bedeutung gebraucht, uneigentlich, oft bei Rhett. u. Gramm.; auch im adv.; καταχρηστικώτερον Schol. Pind. P. 4, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek