κατα-φθίνω

κατα-φθίνω

κατα-φθίνω (s. φϑίνω), untergehen, zu Grunde gehen; ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφϑινε Pind. I. 7, 46; νόσῳ Soph. Phil. 266; Ggstz ϑάλλειν, vom Leiden, El. 260; γήρᾳ Eur. Alc. 622; spätere Prosaiker, die auch einen aor. καταφϑινήσας, hinschwindend, Plut. consol. ad Apollon. p. 357, u. ein perf. κατεφϑίνηκα bilden, Cic. 14, κατεφϑινηκὼς τὴν κόμην Arr. Epict. 4, 11, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • φθίσα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) φθίνυλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι τού ρ. φθίνω (το ῑ τού τ. κατ αναλογία προς το ῑ τού ενεστ., βλ. λ. φθίνω) + επίθημα σα (πρβλ. κνῖ σα, φῦ σα). Η λ. πρέπει να είχε αρχικά σημ. «μαρασμός, φθίση» και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • φθινύω — Α (κατά τον Ησύχ.) φθίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθίνω] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

  • φθόϊς — ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α 1. είδος πίτας 2. α) καταπότιο β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό 3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου 4. φρ. «φθόϊς χρυσίου» (κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού 5.… …   Dictionary of Greek

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • ζένω — βλ. ζέχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζένω και ζέχνω < οζένω, με σίγηση τού προτονικού ο, από τον αόρ. ώζεσα τού αρχ. όζω «βρομώ», κατά το σχήμα έφθασα φθάνω, έχυσα χύνω, έφθισα φθίνω] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”