- καταφλιὰ
καταφλιὰ τῆς ϑύρας, wird Schol. Od. 15, 146 αἴϑουσα erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταφλιὰ τῆς ϑύρας, wird Schol. Od. 15, 146 αἴϑουσα erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] … Dictionary of Greek