- κατα-φθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H. h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25, 122 Conj. Mein. für καταφϑίνουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H. h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25, 122 Conj. Mein. für καταφϑίνουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek