κατα-φορικός

κατα-φορικός

κατα-φορικός, ή, όν, 1) herabfahrend, herabstürzend, heftig darauflosfahrend, Sp., bes. Rhett. – 2) in tesen, betäubenden Schlaf verfallend, auch Schlafsucht verursachend, Medic. – Adv. καταφορικῶς, wird σφοδρῶς erkl., Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”