Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek
Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] … Dictionary of Greek
μορφοφανής — μορφοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονο φανής] … Dictionary of Greek
ημεροφανής — ἡμεροφανής, ές (Α) ορατός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ε φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. επι φανής, πασι φανής] … Dictionary of Greek
μεσοφανής — και ποιητ. τ. μεσσοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται στο μέσο, ανάμεσα 2. (για την ημισέληνο) αυτή που φαίνεται κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. νυκτι φανής, τηλε φανής] … Dictionary of Greek
προσθοφανής — ές, Α 1. ο κατά μέτωπο ορώμενος 2. αυτός που φαίνεται από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. περι φανής, τηλε φανής] … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek