- κατα-φρύσσω
κατα-φρύσσω, att. -φρύττω, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φρύσσω, att. -φρύττω, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek