κατ-αυλακίζω

κατ-αυλακίζω

κατ-αυλακίζω, befurchen, beackern, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταυλακίζω — (Μ) 1. ανοίγω αυλάκια, οργώνω, αροτριώ 2. μτφ. κάνω βαθιές πληγές, κατατραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλακίζω «κάνω αυλάκι σε κήπο» (< αὖλαξ «αυλάκι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”