- κατα-τέγγω
κατα-τέγγω, benetzen, durchweichen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τέγγω, benetzen, durchweichen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατέγγοντα — κατά τέγγω wet pres part act neut nom/voc/acc pl κατά τέγγω wet pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγκτός — ή, ό / τεγκτός, ή, όν, ΝΑ [τέγγω] νεοελλ. μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός αρχ. 1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς χρηστούς» … Dictionary of Greek