- κατα-τιτρώσκω
κατα-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), über und über verwunden; Xen. An. 3, 4, 26; λίϑοις καὶ τοξεύμασι κατέτρωσαν 4, 1, 10; Pol. 33, 7, 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), über und über verwunden; Xen. An. 3, 4, 26; λίϑοις καὶ τοξεύμασι κατέτρωσαν 4, 1, 10; Pol. 33, 7, 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατέστρωσαν — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κατά στόρεννυμι aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέστρωσε — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατά στόρεννυμι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέστρωσεν — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατά στόρεννυμι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστρώθη — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστρώθησαν — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώννυμι — και τρωννύω Α τραυματίζω, τιτρώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τιτρώσκω*, κατά τα ρ. σε ννυμι / ννύω] … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
ἐγκατεστρώθη — ἐν , κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)