κατα-τρίζω

κατα-τρίζω

κατα-τρίζω (s. τρίζω), verstärktes τρίζω, vom Pfeifen der Mäuse, Batrach. 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή …   Dictionary of Greek

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • γομφιάζω — (Α) [γομφίος] 1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων 2. τρίζω τα δόντια μου 3. πονώ στα δόντια γενικά …   Dictionary of Greek

  • γριτζανίζω — και κριτσανίζω 1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω 2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… …   Dictionary of Greek

  • πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • τρίζοντες — οι, Ν (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση τού θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος τής εισπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. τρίζων, οντος τού ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes… …   Dictionary of Greek

  • τραγανίζω — Ν [τραγανός] 1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό 2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι 3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια») 4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”