κατα-σίνομαι

κατα-σίνομαι

κατα-σίνομαι, = simplex, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατασινομένων — κατασῑνομένων , κατά σίνομαι harm pres part mp fem gen pl κατασῑνομένων , κατά σίνομαι harm pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασινόμενον — κατασῑνόμενον , κατά σίνομαι harm pres part mp masc acc sg κατασῑνόμενον , κατά σίνομαι harm pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασίνεται — κατασί̱νεται , κατά σίνομαι harm aor subj mp 3rd sg (epic) κατασί̱νεται , κατά σίνομαι harm pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιναμένου — κατασῑναμένου , κατά σίνομαι harm aor part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασίνεσθαι — κατασί̱νεσθαι , κατά σίνομαι harm pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασίνοιτο — κατασί̱νοιτο , κατά σίνομαι harm pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασίνονται — κατασί̱νονται , κατά σίνομαι harm pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεσίνοντο — κατεσί̱νοντο , κατά σίνομαι harm imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από …   Dictionary of Greek

  • σινόδους — και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, οντος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”