- κατ-ασμενίζω
κατ-ασμενίζω, befreunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ασμενίζω, befreunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασμενίζω — (Μ) εξευμενίζω, εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσμενίζω «δέχομαι με ευχαρίστηση»] … Dictionary of Greek