- κατα-σκέπω
κατα-σκέπω, = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σκέπω, = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῡντας», Πολ.) νεοελλ. μσν. μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσω αρχ. 1. στεγάζω 2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.… … Dictionary of Greek
κατασκέπῃ — κατά σκέπω pres subj mp 2nd sg κατά σκέπω pres ind mp 2nd sg κατά σκέπω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκεπε — κατά σκέπω pres imperat act 2nd sg κατά σκέπω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέπην — κατά σκέπτομαι look aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) κατά σκέπτομαι look aor ind mp 1st sg (homeric ionic) κατά σκέπω pres inf act (doric aeolic) κατά σκεπάω cover imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κατά σκεπάω cover imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσκεπεν — κατά σκέπτομαι look aor ind mp 3rd pl (epic) κατά σκέπω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέπειν — κατά σκέπω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέποντες — κατά σκέπω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέπουσα — κατά σκέπω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσκέπετο — κατά σκέπω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσκεπε — κατά σκέπω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek